- Τριπτόλεμος
- Κατά την ελληνική μυθολογία, θεότητα που σχετίζεται με τη διάδοση της καλλιέργειας της γης. Σύμφωνα με μία εκδοχή ο Τ. ήταν ένας από τους Ελευσίνιους ήρωες που βοήθησαν τη θεά Δήμητρα όταν εκείνη, ψάχνοντας να βρει την κόρη της Περσεφόνη, έφτασε στην Αττική. Ακολούθησαν πολλές εκδοχές του μύθου. Κατ’ άλλη εκδοχή, ο Τ. ήταν γιος του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού και της Μετάνειρας, και μεγαλύτερος αδελφός του Δημοφώντα. Όταν ήταν ακόμη μωρό, τον εμπιστεύτηκαν στη Δήμητρα για τροφό του. Σύμφωνα με άλλους μύθους, ήταν γιος του Ωκεανού και της Γης. Στην Ελευσίνα υπήρχε ιερό του.
Το πολλαπλό των εκδοχών για τον Τ. είναι ενδεικτικό της μεγάλης διάδοσης της λατρείας του στην Ελλάδα.
* * *ο, ΝΜΑμυθ. Ελευσίνιος θεός και ήρωας, γιος τού βασιλιά τής Ελευσίνας Κελεού και τής Μετάνειρας ή τού Ωκεανού και τής Γαίας, ο οποίος αναφέρεται για πρώτη φορά ότι εισήγαγε μαζί με τον Κελεό τα Μυστήρια τής Δήμητρος και τού οποίου το όνομα συνδέθηκε αργότερα με τη διάδοση τής καλλιέργειας τού σίτου σε όλο τον κόσμο, καθώς και με την ορφική ποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για σύνθ. λ. < τρι-* + πόλεμος / πτόλεμος (< πελεμίζω, βλ. λ. πόλεμος) με σημ. «αυτός που κάνει τρεις προσπάθειες, αυτός που προσπαθεί πολύ» (πρβ. πελεμίζω [τόξον] «καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια [για να τεντώσω το τόξο]»). Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι ο ήρωας Τριπτόλεμος συνδέθηκε με τη γεωργία λόγω τής παρετυμολ. σύνδεσης τού ονόματός του με τη λ. τρίπολος «(για αγρό) αυτός που οργώθηκε τρεις φορές»].
Dictionary of Greek. 2013.